κρινάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κρινάκι | τα | κρινάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | κρινάκι | τα | κρινάκια |
κλητική | κρινάκι | κρινάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κρινάκι < κρίνος / κρίνο + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό επεξεργασία
κρινάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του κρίνος / κρίνο
Μεταφράσεις επεξεργασία
κρινάκι
|