Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κρινολούλουδο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Συγγενικά
1.3.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
κρινολούλουδ
ο
τα
κρινολούλουδ
α
γενική
του
κρινολούλουδ
ου
των
κρινολούλουδ
ων
αιτιατική
το
κρινολούλουδ
ο
τα
κρινολούλουδ
α
κλητική
κρινολούλουδ
ο
κρινολούλουδ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κρινολούλουδο
<
κρίν(ος)
+
-ο-
+
λούλουδο
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
kɾi.noˈlu.lu.ðo
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κρινολούλουδο
ουδέτερο
το
λουλούδι
του
κρίνου
, το
άνθος
του
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
κρίνος
και
λουλούδι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κρινολούλουδο
αγγλικά
:
lily
(en)
,
lily flower
(en)