λούλουδο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λούλουδο | τα | λούλουδα |
γενική | του | λούλουδου | των | λούλουδων |
αιτιατική | το | λούλουδο | τα | λούλουδα |
κλητική | λούλουδο | λούλουδα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- λούλουδο < μεσαιωνική ελληνική λούλουδον < λουλούδι < αλβανική lule + -ούδι < παλαιοαλβανικά *lulā < κοπτική ϩⲗⲏⲣⲓ (hlēri) < ϩⲣⲏⲣⲉ (hrēre) < δημώδης αιγυπτιακή γραφή (ḥrrj) < αρχαία αιγυπτιακή
(ḥrrt)
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
λούλουδο ουδέτερο
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη λουλούδι
Μεταφράσεις επεξεργασία
λούλουδο
|