Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κρινοδάχτυλο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
κρινοδάχτυλ
ο
τα
κρινοδάχτυλ
α
γενική
του
κρινοδάχτυλ
ου
των
κρινοδάχτυλ
ων
αιτιατική
το
κρινοδάχτυλ
ο
τα
κρινοδάχτυλ
α
κλητική
κρινοδάχτυλ
ο
κρινοδάχτυλ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κρινοδάχτυλο
<
ουσιαστικοποιημένο
ουδέτερο
του
επιθέτου
κρινοδάχτυλος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κρινοδάχτυλο
ουδέτερο
(ποιητικός τύπος)
δάχτυλο
λευκό, μακρύ και λεπτό, σαν
κρίνο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κρινοδάχτυλο