κρινοδάχτυλων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίακρινοδάχτυλων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του κρινοδάχτυλος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του κρινοδάχτυλος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του κρινοδάχτυλος