Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κρινοδάχτυλος η κρινοδάχτυλη το κρινοδάχτυλο
      γενική του κρινοδάχτυλου της κρινοδάχτυλης του κρινοδάχτυλου
    αιτιατική τον κρινοδάχτυλο την κρινοδάχτυλη το κρινοδάχτυλο
     κλητική κρινοδάχτυλε κρινοδάχτυλη κρινοδάχτυλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κρινοδάχτυλοι οι κρινοδάχτυλες τα κρινοδάχτυλα
      γενική των κρινοδάχτυλων των κρινοδάχτυλων των κρινοδάχτυλων
    αιτιατική τους κρινοδάχτυλους τις κρινοδάχτυλες τα κρινοδάχτυλα
     κλητική κρινοδάχτυλοι κρινοδάχτυλες κρινοδάχτυλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία Επεξεργασία

κρινοδάχτυλος < κρίν(ο) + -ο- + δάχτυλ(ο) + -ος

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /kɾi.noˈða.xti.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κρι‐νο‐δά‐χτυ‐λος

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

κρινοδάχτυλος, -η, -ο

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

  ΠηγέςΕπεξεργασία