κρινένιος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κρινένιος | η | κρινένια | το | κρινένιο |
γενική | του | κρινένιου | της | κρινένιας | του | κρινένιου |
αιτιατική | τον | κρινένιο | την | κρινένια | το | κρινένιο |
κλητική | κρινένιε | κρινένια | κρινένιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κρινένιοι | οι | κρινένιες | τα | κρινένια |
γενική | των | κρινένιων | των | κρινένιων | των | κρινένιων |
αιτιατική | τους | κρινένιους | τις | κρινένιες | τα | κρινένια |
κλητική | κρινένιοι | κρινένιες | κρινένια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kɾiˈne.ɲos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κρι‐νέ‐νιος
Επίθετο επεξεργασία
κρινένιος, -α, -ο [1]
- που έχει τα χαρακτηριστικά ή το χρώμα του κρίνου
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κρινένιος
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ κρινένιος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)