αμμόκρινο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈmo.kɾi.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αμ‐μό‐κρι‐νο
Ουσιαστικό
επεξεργασίααμμόκρινο ουδέτερο
- (φυτό) κρίνο της άμμου, κρίνος της θάλασσας, Pancratium maritimum
Μεταφράσεις
επεξεργασία αμμόκρινο
Πηγές
επεξεργασία- αμμόκρινο - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας