Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κρινόλευκος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κρινόλευκ
ος
η
κρινόλευκ
η
το
κρινόλευκ
ο
γενική
του
κρινόλευκ
ου
της
κρινόλευκ
ης
του
κρινόλευκ
ου
αιτιατική
τον
κρινόλευκ
ο
την
κρινόλευκ
η
το
κρινόλευκ
ο
κλητική
κρινόλευκ
ε
κρινόλευκ
η
κρινόλευκ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κρινόλευκ
οι
οι
κρινόλευκ
ες
τα
κρινόλευκ
α
γενική
των
κρινόλευκ
ων
των
κρινόλευκ
ων
των
κρινόλευκ
ων
αιτιατική
τους
κρινόλευκ
ους
τις
κρινόλευκ
ες
τα
κρινόλευκ
α
κλητική
κρινόλευκ
οι
κρινόλευκ
ες
κρινόλευκ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
κρινόλευκος
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
κρινόλευκος, -η, -ο
που είναι λευκός σαν το
κρίνο
, που έχει
άσπρο
χρώμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κρινόλευκος