↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κρινόλευκος η κρινόλευκη το κρινόλευκο
      γενική του κρινόλευκου της κρινόλευκης του κρινόλευκου
    αιτιατική τον κρινόλευκο την κρινόλευκη το κρινόλευκο
     κλητική κρινόλευκε κρινόλευκη κρινόλευκο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κρινόλευκοι οι κρινόλευκες τα κρινόλευκα
      γενική των κρινόλευκων των κρινόλευκων των κρινόλευκων
    αιτιατική τους κρινόλευκους τις κρινόλευκες τα κρινόλευκα
     κλητική κρινόλευκοι κρινόλευκες κρινόλευκα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κρινόλευκος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

κρινόλευκος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία