αμβροσία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αμβροσία < αρχαία ελληνική ἀμβροσία < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου ἀμβρόσιος (μη θνητός, αθάνατος) < ἀ- + βροτός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *mr̥twós, *mr̥tós (νεκρός, θνητός), *mr̥tó- < *mer- (πεθαίνω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίααμβροσία θηλυκό
- (ελληνική μυθολογία) η τροφή των θεών του Ολύμπου σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία
- (σπάνιο) (κατ’ επέκταση) πολύ νόστιμο φαγητό
- (φυτό) το φυτό βρομούσα (Ambrosia trifida)