Δείτε επίσης: ἀμβροσία

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αμβροσία οι αμβροσίες
      γενική της αμβροσίας των αμβροσιών
    αιτιατική την αμβροσία τις αμβροσίες
     κλητική αμβροσία αμβροσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμβροσία < αρχαία ελληνική ἀμβροσία < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου ἀμβρόσιος (μη θνητός, αθάνατος) < ἀ- + βροτός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *mr̥twós, *mr̥tós (νεκρός, θνητός), *mr̥tó- < *mer- (πεθαίνω)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αμβροσία θηλυκό

  1. (ελληνική μυθολογία) η τροφή των θεών του Ολύμπου σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία
  2. (σπάνιο) (κατ’ επέκταση) πολύ νόστιμο φαγητό
  3. (φυτό) το φυτό βρομούσα (Ambrosia trifida)

  Μεταφράσεις επεξεργασία