ἀμβρόσιος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἀμβρόσιος | ἡ | ἀμβροσίᾱ & ἀμβρόσιος |
τὸ | ἀμβρόσιον |
γενική | τοῦ | ἀμβροσίου | τῆς | ἀμβροσίᾱς & ἀμβροσίου |
τοῦ | ἀμβροσίου |
δοτική | τῷ | ἀμβροσίῳ | τῇ | ἀμβροσίᾳ & ἀμβροσίῳ |
τῷ | ἀμβροσίῳ |
αιτιατική | τὸν | ἀμβρόσιον | τὴν | ἀμβροσίᾱν & ἀμβρόσιον |
τὸ | ἀμβρόσιον |
κλητική ὦ! | ἀμβρόσιε | ἀμβροσίᾱ & ἀμβρόσιε |
ἀμβρόσιον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | ἀμβρόσιοι | αἱ | ἀμβρόσιαι & ἀμβρόσιοι |
τὰ | ἀμβρόσιᾰ |
γενική | τῶν | ἀμβροσίων | τῶν | ἀμβροσίων & ἀμβροσίων |
τῶν | ἀμβροσίων |
δοτική | τοῖς | ἀμβροσίοις | ταῖς | ἀμβροσίαις & ἀμβροσίοις |
τοῖς | ἀμβροσίοις |
αιτιατική | τοὺς | ἀμβροσίους | τὰς | ἀμβροσίᾱς & ἀμβροσίους |
τὰ | ἀμβρόσιᾰ |
κλητική ὦ! | ἀμβρόσιοι | ἀμβρόσιαι & ἀμβρόσιοι |
ἀμβρόσιᾰ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀμβροσίω | τὼ | ἀμβροσίᾱ & ἀμβροσίω |
τὼ | ἀμβροσίω |
γεν-δοτ | τοῖν | ἀμβροσίοιν | τοῖν | ἀμβροσίαιν & ἀμβροσίοιν |
τοῖν | ἀμβροσίοιν |
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος. | ||||||
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'δίκαιος' όπως «δίκαιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀμβρόσιος < ἀ- + βροτός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mr̥twós, *mr̥tós (νεκρός, θνητός), πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *mr̥tó- < *mer- (πεθαίνω) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
επεξεργασίαἀμβρόσιος, -α / -ος, -ον
- που ανήκει στους θεούς
- θεϊκός
- αθάνατος
- εξαιρετικός, θαυμαστός
Πηγές
επεξεργασία- ἀμβρόσιος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀμβρόσιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.