Δείτε επίσης: Αμβρόσιος, Ἀμβρόσιος
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἀμβρόσιος ἀμβροσί
& ἀμβρόσιος
τὸ ἀμβρόσιον
      γενική τοῦ ἀμβροσίου τῆς ἀμβροσίᾱς
& ἀμβροσίου
τοῦ ἀμβροσίου
      δοτική τῷ ἀμβροσί τῇ ἀμβροσί
& ἀμβροσί
τῷ ἀμβροσί
    αιτιατική τὸν ἀμβρόσιον τὴν ἀμβροσίᾱν
& ἀμβρόσιον
τὸ ἀμβρόσιον
     κλητική ! ἀμβρόσιε ἀμβροσί
& ἀμβρόσιε
ἀμβρόσιον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἀμβρόσιοι αἱ ἀμβρόσιαι
& ἀμβρόσιοι
τὰ ἀμβρόσι
      γενική τῶν ἀμβροσίων τῶν ἀμβροσίων
& ἀμβροσίων
τῶν ἀμβροσίων
      δοτική τοῖς ἀμβροσίοις ταῖς ἀμβροσίαις
& ἀμβροσίοις
τοῖς ἀμβροσίοις
    αιτιατική τοὺς ἀμβροσίους τὰς ἀμβροσίᾱς
& ἀμβροσίους
τὰ ἀμβρόσι
     κλητική ! ἀμβρόσιοι ἀμβρόσιαι
& ἀμβρόσιοι
ἀμβρόσι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀμβροσίω τὼ ἀμβροσί
& ἀμβροσίω
τὼ ἀμβροσίω
      γεν-δοτ τοῖν ἀμβροσίοιν τοῖν ἀμβροσίαιν
& ἀμβροσίοιν
τοῖν ἀμβροσίοιν
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'δίκαιος' όπως «δίκαιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀμβρόσιος < ἀ- + βροτός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mr̥twós, *mr̥tós (νεκρός, θνητός), πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *mr̥tó- < *mer- (πεθαίνω)  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

ἀμβρόσιος, -α / -ος, -ον

  1. που ανήκει στους θεούς
  2. θεϊκός
  3. αθάνατος
  4. εξαιρετικός, θαυμαστός