Ἀμβρόσιος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Ἀμβρόσιος | οἱ | Ἀμβρόσιοι |
γενική | τοῦ | Ἀμβροσίου | τῶν | Ἀμβροσίων |
δοτική | τῷ | Ἀμβροσίῳ | τοῖς | Ἀμβροσίοις |
αιτιατική | τὸν | Ἀμβρόσιον | τοὺς | Ἀμβροσίους |
κλητική ὦ! | Ἀμβρόσιε | Ἀμβρόσιοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἀμβροσίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Ἀμβροσίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ἀμβρόσιος < αρχαία ελληνική ἀμβρόσιος < ἄμβροτος < ἀ- + βροτός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *mr̥twós, *mr̥tós (νεκρός, θνητός), *mr̥tó- < *mer- (πεθαίνω)
Κύριο όνομα
επεξεργασίαἈμβρόσιος αρσενικό (θηλυκό Ἀμβροσία)
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη ἄμβροτος
Πηγές
επεξεργασία- Ἀμβρόσιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.