Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βρομούσα οι βρομούσες
      γενική της βρομούσας
    αιτιατική τη βρομούσα τις βρομούσες
     κλητική βρομούσα βρομούσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βρομούσα < μεσαιωνική ελληνική βρομούσα < βρομ(ώ) + -ούσα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βρομούσα θηλυκό

  1. (έντομο) έντομο με δυσάρεστη οσμή
  2. (φυτό) φυτό με δυσάρεστη οσμή
    1. αείλανθος

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

βρομούσα

  1. α' ενικό του παρατατικού του ρήματος βρομάω