βρομώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βρομώ <
- Κατά τον Ανδριώτη,[1] < κληρονομημένο από την αρχαία ελληνική βρομέω / βρομῶ (κροτώ) < βρόμος (κρότος) και όχι βρῶμος διότι θα ανέμενε ρήμα *βρωματίζω όπως στα κρίμα > κριματίζω, χώμα > χωματίζω.
- Κατά την άποψη του Μπαμπινιώτη[2] αρχαία ελληνική βρομέω / βρομῶ (κάνω θόρυβο) < βρόμος (θόρυβος, κρότος). Από το ελληνιστικό βρωμέω / βρωμῶ (μυρίζω άσχημα) < το ουσιαστικό βρῶμος, βρόμος για το οποίο η γραφή με όμικρον είναι «καλύτερα μαρτυρημένη» στα κείμενα, και «φαίνεται να ταυτίζεται» με το βρόμος (θόρυβος). Για τη γραφή με ωμέγα βρω- σημειώνει ότι πιθανόν έχει εκφραστικό χαρακτήρα, από την επίδραση του ουδέτερου βρῶμα (τροφή, έδεσμα, απ' όπου και βρώση)
- Κατά την άποψη του Ευάγγελου Πετρούνια,[3] κληρονομημένο από την ελληνιστική κοινή βρωμῶ < βρῶμος, βρόμος (ορθογραφική απλοποίηση) και θεωρεί διαφορετικό το αρχαίο βρόμος (κρότος, πάταγος)
- ΣτΕ → δείτε και τη λέξη βρόμα και το αρχαίο ουδέτερο ουσιαστικό βρῶμα, στη φράση «σκωλήκων βρῶμα καὶ δυσωδία»
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /vɾoˈmo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βρο‐μώ
Ρήμα
επεξεργασίαβρομώ
- σπανιότερος τύπος του βρομάω → δείτε και την κλίση
Μεταφράσεις
επεξεργασία βρομώ
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Ανδριώτης, Νικόλαος Παντελής (1983) Ετυμολογικό λεξικό της κοινής νεοελληνικής. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη). ISBN 960‑231‑036‑7. Έκδοση 3η, φωτοτυπική με διορθώσεις και προσθήκες του συγγραφέα. (1η έκδ:1951, 2η έκδ:1967)
- ↑ «βρομώ» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ βρομάω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Οι ετυμολογίες έγιναν από τον Ευάγγελο Πετρούνια.