σκώληξ
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σκώληξ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σκώληξ
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈsko.liks/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκώ‐ληξ
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
σκώληξ αρσενικό
- (καθαρεύουσα) το σκουλήκι
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
σκωληκ- | |||||
ονομαστική | ὁ | σκώληξ | οἱ | σκώληκες | |
γενική | τοῦ | σκώληκος | τῶν | σκωλήκων | |
δοτική | τῷ | σκώληκῐ | τοῖς | σκώληξῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸν | σκώληκᾰ | τοὺς | σκώληκᾰς | |
κλητική ὦ! | σκώληξ | σκώληκες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σκώληκε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | σκωλήκοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
σκώληξ αρσενικό
- (ζωολογία) το σκουλήκι
- (μεταφορικά) τιποτένιος άνθρωπος
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «σκώληξ» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- «σκώληξ» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Επεξεργασία
- ↑ Hofmann, J. B. Ἐτυμολογικόν Λεξικόν τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς. Μτφρ: Αντώνιος Δ. Παπανικολάου. Αθήνα: 1974. (Γερμανικά: Etymologisches Wörterbuch des Griechischen. Munich: R. Oldenbourg, 1949.), σελ. 386