σκωληκίασις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | σκωληκίασῐς | αἱ | σκωληκιάσεις | ||||
γενική | τῆς | σκωληκιάσεως | τῶν | σκωληκιάσεων | ||||
δοτική | τῇ | σκωληκιάσει | ταῖς | σκωληκιάσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | σκωληκίασῐν | τὰς | σκωληκιάσεις | ||||
κλητική ὦ! | σκωληκίασῐ | σκωληκιάσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σκωληκιάσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | σκωληκιασέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σκωληκίασις < → λείπει η ετυμολογία + -σις
Ουσιαστικό
επεξεργασίασκωληκίασις, -εως θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) συνώνυμο του σκωλήκωσις, η σκωληκίαση
- άλλες μορφές: σκωλήκησις
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη σκώληξ
Πηγές
επεξεργασία- σκωληκίασις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.