ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σκωληκίασῐς αἱ σκωληκιάσεις
      γενική τῆς σκωληκιάσεως τῶν σκωληκιάσεων
      δοτική τῇ σκωληκιάσει ταῖς σκωληκιάσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν σκωληκίασῐν τὰς σκωληκιάσεις
     κλητική ! σκωληκίασῐ σκωληκιάσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σκωληκιάσει
γεν-δοτ τοῖν  σκωληκιασέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σκωληκίασις < λείπει η ετυμολογία + -σις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σκωληκίασις, -εως θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη σκώληξ