έδεσμα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | έδεσμα | τα | εδέσματα |
γενική | του | εδέσματος | των | εδεσμάτων |
αιτιατική | το | έδεσμα | τα | εδέσματα |
κλητική | έδεσμα | εδέσματα | ||
όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- έδεσμα < (διαχρονικό) αρχαία ελληνική ἔδεσμα[1] < ἔδω
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈɛ.ðɛ.zma/
- συλλαβισμός : έ‐δε‐σμα
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
έδεσμα ουδέτερο
- φαγητό (συνήθως χρησιμοποιείται με την έννοια του απολαυστικού/πάρα πολύ νόστιμου φαγητού)
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ «έδεσμα» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.