Δείτε επίσης: ἔδεσμα

Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το έδεσμα τα εδέσματα
      γενική του εδέσματος των εδεσμάτων
    αιτιατική το έδεσμα τα εδέσματα
     κλητική έδεσμα εδέσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

έδεσμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔδεσμα[1] < ἔδω

  Προφορά Επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈe.ðe.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έ‐δε‐σμα

  Ουσιαστικό Επεξεργασία

έδεσμα ουδέτερο

  • φαγητό (συνήθως χρησιμοποιείται με την έννοια του απολαυστικού/πάρα πολύ νόστιμου φαγητού)

Συγγενικές λέξεις Επεξεργασία

  Μεταφράσεις Επεξεργασία

  Αναφορές Επεξεργασία