ἔδω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἔδω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₁ed-. Συγγενές με σανσκριτικά अत्ति (átti), λατινικά edo, παλαιά αρμενικά ուտեմ (utem), χεττιτικά 𒂊𒀉𒈪 (e-id-mi), αρχαία εκκλησιαστική σλαβονική γλώσσα ꙗсти (jasti), αγγλοσαξονικά) etan/αγγλικά eat
Ρήμα
επεξεργασίαἔδω (αρχαίος επικός ενεστώτας· αττικός τύπος : ἐσθίω)
Εκφράσεις
επεξεργασία- θυμὸν ἔδοντες: «τρώγοντας» την ψυχή τους, φθείροντας την ψυχική τους διάθεση
- οἶκον ἔδουσιν: κατασπαταλούν την περιουσία, τα υπάρχοντά τους