Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εἶδαρ < ἔδω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εἶδαρ (γεν. εἴδατος) ουδέτερο