Ετυμολογία

επεξεργασία
χωματίζω < ελληνιστική κοινή χωματίζω < αρχαία ελληνική χῶμα < χώννυμι

χωματίζω

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία