Ετυμολογία

επεξεργασία
χωματίζω < λείπει η ετυμολογία

χωματίζω

  • μαζεύω χώμα, καλύπτω με χώμα


Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία