Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χωματίζω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

χωματίζω

  • μαζεύω χώμα, καλύπτω με χώμα


Συνώνυμα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία