χωματίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χωματίζω < ελληνιστική κοινή χωματίζω < αρχαία ελληνική χῶμα < χώννυμι
Ρήμα
επεξεργασίαχωματίζω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- χωματισμός
- → δείτε τη λέξη χώμα
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χωματίζω | χωμάτιζα | θα χωματίζω | να χωματίζω | χωματίζοντας | |
β' ενικ. | χωματίζεις | χωμάτιζες | θα χωματίζεις | να χωματίζεις | χωμάτιζε | |
γ' ενικ. | χωματίζει | χωμάτιζε | θα χωματίζει | να χωματίζει | ||
α' πληθ. | χωματίζουμε | χωματίζαμε | θα χωματίζουμε | να χωματίζουμε | ||
β' πληθ. | χωματίζετε | χωματίζατε | θα χωματίζετε | να χωματίζετε | χωματίζετε | |
γ' πληθ. | χωματίζουν(ε) | χωμάτιζαν χωματίζαν(ε) |
θα χωματίζουν(ε) | να χωματίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χωμάτισα | θα χωματίσω | να χωματίσω | χωματίσει | ||
β' ενικ. | χωμάτισες | θα χωματίσεις | να χωματίσεις | χωμάτισε | ||
γ' ενικ. | χωμάτισε | θα χωματίσει | να χωματίσει | |||
α' πληθ. | χωματίσαμε | θα χωματίσουμε | να χωματίσουμε | |||
β' πληθ. | χωματίσατε | θα χωματίσετε | να χωματίσετε | χωματίστε | ||
γ' πληθ. | χωμάτισαν χωματίσαν(ε) |
θα χωματίσουν(ε) | να χωματίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω χωματίσει | είχα χωματίσει | θα έχω χωματίσει | να έχω χωματίσει | ||
β' ενικ. | έχεις χωματίσει | είχες χωματίσει | θα έχεις χωματίσει | να έχεις χωματίσει | ||
γ' ενικ. | έχει χωματίσει | είχε χωματίσει | θα έχει χωματίσει | να έχει χωματίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε χωματίσει | είχαμε χωματίσει | θα έχουμε χωματίσει | να έχουμε χωματίσει | ||
β' πληθ. | έχετε χωματίσει | είχατε χωματίσει | θα έχετε χωματίσει | να έχετε χωματίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν χωματίσει | είχαν χωματίσει | θα έχουν χωματίσει | να έχουν χωματίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία χωματίζω
|