Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χῶμα < χόω, χώννυμι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χῶμα ουδέτερο

  1. σωρευμένο χώμα σε τύμβο, σε ποταμό ως φράγμα, στα τείχη πόλης για να πολιορκηθεί
  2. προκυμαία
  3. λάκκος, σκαμμένη γη, τάφος,