επιχωματίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.pi.xo.maˈti.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐χω‐μα‐τί‐ζω
- παρώνυμο: επιχρωματίζω
Ρήμα
επεξεργασίαεπιχωματίζω
Ταυτόσημο
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- επιχωματισμός
- → δείτε τις λέξεις επί και χώμα
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επιχωματίζω | επιχωμάτιζα | θα επιχωματίζω | να επιχωματίζω | επιχωματίζοντας | |
β' ενικ. | επιχωματίζεις | επιχωμάτιζες | θα επιχωματίζεις | να επιχωματίζεις | επιχωμάτιζε | |
γ' ενικ. | επιχωματίζει | επιχωμάτιζε | θα επιχωματίζει | να επιχωματίζει | ||
α' πληθ. | επιχωματίζουμε | επιχωματίζαμε | θα επιχωματίζουμε | να επιχωματίζουμε | ||
β' πληθ. | επιχωματίζετε | επιχωματίζατε | θα επιχωματίζετε | να επιχωματίζετε | επιχωματίζετε | |
γ' πληθ. | επιχωματίζουν(ε) | επιχωμάτιζαν επιχωματίζαν(ε) |
θα επιχωματίζουν(ε) | να επιχωματίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επιχωμάτισα | θα επιχωματίσω | να επιχωματίσω | επιχωματίσει | ||
β' ενικ. | επιχωμάτισες | θα επιχωματίσεις | να επιχωματίσεις | επιχωμάτισε | ||
γ' ενικ. | επιχωμάτισε | θα επιχωματίσει | να επιχωματίσει | |||
α' πληθ. | επιχωματίσαμε | θα επιχωματίσουμε | να επιχωματίσουμε | |||
β' πληθ. | επιχωματίσατε | θα επιχωματίσετε | να επιχωματίσετε | επιχωματίστε | ||
γ' πληθ. | επιχωμάτισαν επιχωματίσαν(ε) |
θα επιχωματίσουν(ε) | να επιχωματίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω επιχωματίσει | είχα επιχωματίσει | θα έχω επιχωματίσει | να έχω επιχωματίσει | ||
β' ενικ. | έχεις επιχωματίσει | είχες επιχωματίσει | θα έχεις επιχωματίσει | να έχεις επιχωματίσει | ||
γ' ενικ. | έχει επιχωματίσει | είχε επιχωματίσει | θα έχει επιχωματίσει | να έχει επιχωματίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε επιχωματίσει | είχαμε επιχωματίσει | θα έχουμε επιχωματίσει | να έχουμε επιχωματίσει | ||
β' πληθ. | έχετε επιχωματίσει | είχατε επιχωματίσει | θα έχετε επιχωματίσει | να έχετε επιχωματίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν επιχωματίσει | είχαν επιχωματίσει | θα έχουν επιχωματίσει | να έχουν επιχωματίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία επιχωματίζω
|