επιχρωματίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επιχρωματίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπιχρωματίζω < ἐπί + χρωματίζω < χρῶμα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.pi.xɾo.maˈti.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐χρω‐μα‐τί‐ζω
- παρώνυμο: επιχωματίζω
Ρήμα
επεξεργασίαεπιχρωματίζω, αόρ.: επιχρωμάτισα, παθ.φωνή: επιχρωματίζομαι, π.αόρ.: επιχρωματίστηκα, μτχ.π.π.: επιχρωματισμένος
- (λόγιο) χρωματίζω / βάφω από πάνω ή προσθέτω χρώμα εκ των υστέρων
- (λόγιο, μεταφορικά) καλλωπίζω
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις επί και χρωματίζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επιχρωματίζω | επιχρωμάτιζα | θα επιχρωματίζω | να επιχρωματίζω | επιχρωματίζοντας | |
β' ενικ. | επιχρωματίζεις | επιχρωμάτιζες | θα επιχρωματίζεις | να επιχρωματίζεις | επιχρωμάτιζε | |
γ' ενικ. | επιχρωματίζει | επιχρωμάτιζε | θα επιχρωματίζει | να επιχρωματίζει | ||
α' πληθ. | επιχρωματίζουμε | επιχρωματίζαμε | θα επιχρωματίζουμε | να επιχρωματίζουμε | ||
β' πληθ. | επιχρωματίζετε | επιχρωματίζατε | θα επιχρωματίζετε | να επιχρωματίζετε | επιχρωματίζετε | |
γ' πληθ. | επιχρωματίζουν(ε) | επιχρωμάτιζαν επιχρωματίζαν(ε) |
θα επιχρωματίζουν(ε) | να επιχρωματίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επιχρωμάτισα | θα επιχρωματίσω | να επιχρωματίσω | επιχρωματίσει | ||
β' ενικ. | επιχρωμάτισες | θα επιχρωματίσεις | να επιχρωματίσεις | επιχρωμάτισε | ||
γ' ενικ. | επιχρωμάτισε | θα επιχρωματίσει | να επιχρωματίσει | |||
α' πληθ. | επιχρωματίσαμε | θα επιχρωματίσουμε | να επιχρωματίσουμε | |||
β' πληθ. | επιχρωματίσατε | θα επιχρωματίσετε | να επιχρωματίσετε | επιχρωματίστε | ||
γ' πληθ. | επιχρωμάτισαν επιχρωματίσαν(ε) |
θα επιχρωματίσουν(ε) | να επιχρωματίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω επιχρωματίσει | είχα επιχρωματίσει | θα έχω επιχρωματίσει | να έχω επιχρωματίσει | ||
β' ενικ. | έχεις επιχρωματίσει | είχες επιχρωματίσει | θα έχεις επιχρωματίσει | να έχεις επιχρωματίσει | ||
γ' ενικ. | έχει επιχρωματίσει | είχε επιχρωματίσει | θα έχει επιχρωματίσει | να έχει επιχρωματίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε επιχρωματίσει | είχαμε επιχρωματίσει | θα έχουμε επιχρωματίσει | να έχουμε επιχρωματίσει | ||
β' πληθ. | έχετε επιχρωματίσει | είχατε επιχρωματίσει | θα έχετε επιχρωματίσει | να έχετε επιχρωματίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν επιχρωματίσει | είχαν επιχρωματίσει | θα έχουν επιχρωματίσει | να έχουν επιχρωματίσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επιχρωματίζομαι | επιχρωματιζόμουν(α) | θα επιχρωματίζομαι | να επιχρωματίζομαι | ||
β' ενικ. | επιχρωματίζεσαι | επιχρωματιζόσουν(α) | θα επιχρωματίζεσαι | να επιχρωματίζεσαι | ||
γ' ενικ. | επιχρωματίζεται | επιχρωματιζόταν(ε) | θα επιχρωματίζεται | να επιχρωματίζεται | ||
α' πληθ. | επιχρωματιζόμαστε | επιχρωματιζόμαστε επιχρωματιζόμασταν |
θα επιχρωματιζόμαστε | να επιχρωματιζόμαστε | ||
β' πληθ. | επιχρωματίζεστε | επιχρωματιζόσαστε επιχρωματιζόσασταν |
θα επιχρωματίζεστε | να επιχρωματίζεστε | (επιχρωματίζεστε) | |
γ' πληθ. | επιχρωματίζονται | επιχρωματίζονταν επιχρωματιζόντουσαν |
θα επιχρωματίζονται | να επιχρωματίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επιχρωματίστηκα | θα επιχρωματιστώ | να επιχρωματιστώ | επιχρωματιστεί | ||
β' ενικ. | επιχρωματίστηκες | θα επιχρωματιστείς | να επιχρωματιστείς | επιχρωματίσου | ||
γ' ενικ. | επιχρωματίστηκε | θα επιχρωματιστεί | να επιχρωματιστεί | |||
α' πληθ. | επιχρωματιστήκαμε | θα επιχρωματιστούμε | να επιχρωματιστούμε | |||
β' πληθ. | επιχρωματιστήκατε | θα επιχρωματιστείτε | να επιχρωματιστείτε | επιχρωματιστείτε | ||
γ' πληθ. | επιχρωματίστηκαν επιχρωματιστήκαν(ε) |
θα επιχρωματιστούν(ε) | να επιχρωματιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω επιχρωματιστεί | είχα επιχρωματιστεί | θα έχω επιχρωματιστεί | να έχω επιχρωματιστεί | επιχρωματισμένος | |
β' ενικ. | έχεις επιχρωματιστεί | είχες επιχρωματιστεί | θα έχεις επιχρωματιστεί | να έχεις επιχρωματιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει επιχρωματιστεί | είχε επιχρωματιστεί | θα έχει επιχρωματιστεί | να έχει επιχρωματιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε επιχρωματιστεί | είχαμε επιχρωματιστεί | θα έχουμε επιχρωματιστεί | να έχουμε επιχρωματιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε επιχρωματιστεί | είχατε επιχρωματιστεί | θα έχετε επιχρωματιστεί | να έχετε επιχρωματιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν επιχρωματιστεί | είχαν επιχρωματιστεί | θα έχουν επιχρωματιστεί | να έχουν επιχρωματιστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι επιχρωματισμένος - είμαστε, είστε, είναι επιχρωματισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν επιχρωματισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν επιχρωματισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι επιχρωματισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι επιχρωματισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι επιχρωματισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι επιχρωματισμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία επιχρωματίζω
|
Πηγές
επεξεργασία- Όροι με επιχρωματι- — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)