Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο επιχρωματισμός οι επιχρωματισμοί
      γενική του επιχρωματισμού των επιχρωματισμών
    αιτιατική τον επιχρωματισμό τους επιχρωματισμούς
     κλητική επιχρωματισμέ επιχρωματισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

επιχρωματισμός < επιχρωματίζω + -μός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.pi.ɾxo.ma.tiˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πι‐χρω‐μα‐τι‐σμός
παρώνυμο: επιχωματισμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επιχρωματισμός αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία