πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο επιχρωματισμός οι επιχρωματισμοί
      γενική του επιχρωματισμού των επιχρωματισμών
    αιτιατική τον επιχρωματισμό τους επιχρωματισμούς
     κλητική επιχρωματισμέ επιχρωματισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
επιχρωματισμός < επιχρωματίζω + -μός

Ουσιαστικό

επεξεργασία

επιχρωματισμός αρσενικό

Μεταφράσεις

επεξεργασία