Ετυμολογία

επεξεργασία
εκχωματώνω < εκ- + χώμα + -ώνω

εκχωματώνω (παθητική φωνή: εκχωματώνομαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία