εκχωμάτωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εκχωμάτωση | οι | εκχωματώσεις |
γενική | της | εκχωμάτωσης* | των | εκχωματώσεων |
αιτιατική | την | εκχωμάτωση | τις | εκχωματώσεις |
κλητική | εκχωμάτωση | εκχωματώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκχωματώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- εκχωμάτωση < εκχωματώνω + -ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
εκχωμάτωση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εκχωματώνω
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εκχωμάτωση
|