↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χωματισμός οι χωματισμοί
      γενική του χωματισμού των χωματισμών
    αιτιατική τον χωματισμό τους χωματισμούς
     κλητική χωματισμέ χωματισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χωματισμός < ελληνιστική κοινή χωματισμός < χωματίζω < αρχαία ελληνική χῶμα < χώννυμι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χωματισμός αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη χώμα

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία