χωματισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χωματισμός < ελληνιστική κοινή χωματισμός < χωματίζω < αρχαία ελληνική χῶμα < χώννυμι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχωματισμός αρσενικό
- (σπάνιο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του χωματίζω
- άλλη μορφή του επιχωμάτωση
- άλλη μορφή του χωματουργία
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη χώμα
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χωματισμός
|
Πηγές
επεξεργασία- χωματισμός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- χωματισμός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- χωματισμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.