Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επιχωμάτωση οι επιχωματώσεις
      γενική της επιχωμάτωσης* των επιχωματώσεων
    αιτιατική την επιχωμάτωση τις επιχωματώσεις
     κλητική επιχωμάτωση επιχωματώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιχωματώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

επιχωμάτωση < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐπιχωμάτω(σις) + -ση < επιχωματώ(νω) + -σις[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επιχωμάτωση θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία