επιχωματώσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαεπιχωματώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιχωματώνω
- θα επιχωματώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιχωματώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαεπιχωματώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επιχωμάτωση