• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

λιθοδομή

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λιθοδομή οι λιθοδομές
      γενική της λιθοδομής των λιθοδομών
    αιτιατική τη λιθοδομή τις λιθοδομές
     κλητική λιθοδομή λιθοδομές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
λιθοδομή < αρχαία ελληνική λιθοδόμος + -ή

Ουσιαστικό

επεξεργασία

λιθοδομή θηλυκό

  • (αρχιτεκτονική) η κατασκευή της τοιχοποιίας με πέτρες

Συγγενικά

επεξεργασία
  • αργολιθοδομή
  • λιθόδμητος
  • λιθοδόμημα
  • λιθοδομία
  • λιθοδομικός
  • λιθοδομώ
  • → δείτε τις λέξεις λίθος και δομή

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    λιθοδομή
  • αγγλικά : stonework (en), masonry (en)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=λιθοδομή&oldid=5487872"
Τελευταία επεξεργασία στις 31 Ιανουαρίου 2022, στις 17:31

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 31 Ιανουαρίου 2022, στις 17:31.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας