Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λιθοδομία οι λιθοδομίες
      γενική της λιθοδομίας των λιθοδομιών
    αιτιατική τη λιθοδομία τις λιθοδομίες
     κλητική λιθοδομία λιθοδομίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λιθοδομία < λίθο(ς) + δομ(ή) + -ία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λιθοδομία θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία