λιθοδόμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λιθοδόμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λιθοδόμος λιθο- + -δόμος
Ουσιαστικό επεξεργασία
λιθοδόμος αρσενικό
- (οικοδομική, επάγγελμα) χτίστης που χτίζει με πέτρες
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη λιθοδομή
Πηγές επεξεργασία
- Λέξεις με λιθοδομ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
- λιθοδόμος σελ.4337 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | λιθοδόμος | οἱ | λιθοδόμοι |
γενική | τοῦ | λιθοδόμου | τῶν | λιθοδόμων |
δοτική | τῷ | λιθοδόμῳ | τοῖς | λιθοδόμοις |
αιτιατική | τὸν | λιθοδόμον | τοὺς | λιθοδόμους |
κλητική ὦ! | λιθοδόμε | λιθοδόμοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λιθοδόμω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | λιθοδόμοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
λιθοδόμος, -ου αρσενικό
- (οικοδομική, επάγγελμα) ο οικοδόμος, ο χτίστης
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις λίθος και δέμω
Δείτε επίσης επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- λιθοδόμος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λιθοδόμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.