Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
επίχωμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
επίχωμα
τα
επιχώμα
τ
α
γενική
του
επιχώμα
τ
ος
των
επιχωμά
τ
ων
αιτιατική
το
επίχωμα
τα
επιχώμα
τ
α
κλητική
επίχωμα
επιχώμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
επίχωμα
<
αρχαία ελληνική
ἐπιχώννυμι
+
-μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
επίχωμα
ουδέτερο
σωρός
χώματος
και άλλων υλικών που ανυψώνει το
έδαφος
ή γεμίζει κάποιο
κοίλωμα
≈
συνώνυμα
:
ανάχωμα
πρόχειρη
/
προσωρινή
χωμάτινη
οχύρωση
(
μπροστά
από
χαράκωμα
ή
αλλού
)
≈
συνώνυμα
:
πρόχωμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
επίχωμα
αγγλικά
:
embankment
(en)