χαράκωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χαράκωμα < χαρακώνω + -μα < χάρακας + -ώνω < αρχαία ελληνική χάραξ
- χαράκωμα < αρχαία ελληνική χαράκωμα < χαρακόω / χαρακῶ < χάραξ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχαράκωμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του χαρακώνω
- όρυγμα στο οποίο οχυρώνονται στρατιώτες κατά τη μάχη
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χαράκωμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαχαράκωμα ουδέτερο
- στρατόπεδο οχυρωμένο με πασσάλους