↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χαράκωμα τα χαρακώματα
      γενική του χαρακώματος των χαρακωμάτων
    αιτιατική το χαράκωμα τα χαρακώματα
     κλητική χαράκωμα χαρακώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
  1. χαράκωμα < χαρακώνω + -μα < χάρακας + -ώνω < αρχαία ελληνική χάραξ
  2. χαράκωμα < αρχαία ελληνική χαράκωμα < χαρακόω / χαρακῶ < χάραξ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χαράκωμα ουδέτερο

  1. η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του χαρακώνω
  2. όρυγμα στο οποίο οχυρώνονται στρατιώτες κατά τη μάχη

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
χαράκωμα < χαρακόω < χάραξ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χαράκωμα ουδέτερο