tranchée
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
tranchée | tranchées |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαtranchée (fr) θηλυκό
Μετοχή
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
tranchée | tranchées |
tranchée (fr) θηλυκό
- → δείτε τη λέξη trancher
ενικός | πληθυντικός |
tranchée | tranchées |
tranchée (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
tranchée | tranchées |
tranchée (fr) θηλυκό