ενικός         πληθυντικός  
tranchée tranchées

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

tranchée (fr) θηλυκό

      ενικός         πληθυντικός  
tranchée tranchées

tranchée (fr) θηλυκό

  1. → δείτε τη λέξη trancher