χαντάκι
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χαντάκι | τα | χαντάκια |
γενική | του | χαντακιού | των | χαντακιών |
αιτιατική | το | χαντάκι | τα | χαντάκια |
κλητική | χαντάκι | χαντάκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- χαντάκι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική χαντάκιον (και τύπος χανδάκιον) < αραβική خَنْدَق (khandaq, τάφρος) (απ' όπου > Χάνδαξ > ο Χάνδακας)[1][2] < μέση περσική *handag. Δείτε και καθαρεύουσα: χάνδαξ[3]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /xanˈda.ci/ και /xaˈda.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χα‐ντά‐κι
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
χαντάκι ουδέτερο
- μακρόστενο σκαφτό ρηχό βαθούλωμα
- ↪ Έβρεξε πολύ στο δρόμο και τα χαντάκια του έγιναν χείμαρροι.
Επεξεργασία
- χαντακ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
χαντάκι
Επεξεργασία
- ↑ «χαντάκι» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ «χάνδαξ» - Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964). Μέγα λεξικόν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης. Αθήνα: Ελληνική Παιδεία. Α΄ έκδοση: 1930-1950.