χαντακώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαχαντακώνω, πρτ.: χαντάκωνα, στ.μέλλ.: θα χαντακώσω, αόρ.: χαντάκωσα, παθ.φωνή: χαντακώνομαι, μτχ.π.π.: χαντακωμένος
- προκαλώ την αποτυχία κάποιου με τις κακόβουλες ή απλώς άστοχες ενέργειες ή υποδείξεις μου
- ⮡ Ο προπονητής με τη λανθασμένη τακτική του χαντάκωσε την ομάδα
- εκφέρω μια πολύ αρνητική κρίση ή αξιολόγηση για κάποιον
- ⮡ Η έκθεση του παρατηρητή για τα βίαια επεισόδια στον αγώνα χαντάκωσε την ομάδα
Συγγενικά
επεξεργασία- αλληλοχαντακώνομαι
- αποχαντακώνω
- αχαντάκωτος
- χαντάκωμα
- χαντακωμένος
- χαντακωμός
- χαντακωτός
- → δείτε τη λέξη χαντάκι
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χαντακώνω | χαντάκωνα | θα χαντακώνω | να χαντακώνω | χαντακώνοντας | |
β' ενικ. | χαντακώνεις | χαντάκωνες | θα χαντακώνεις | να χαντακώνεις | χαντάκωνε | |
γ' ενικ. | χαντακώνει | χαντάκωνε | θα χαντακώνει | να χαντακώνει | ||
α' πληθ. | χαντακώνουμε | χαντακώναμε | θα χαντακώνουμε | να χαντακώνουμε | ||
β' πληθ. | χαντακώνετε | χαντακώνατε | θα χαντακώνετε | να χαντακώνετε | χαντακώνετε | |
γ' πληθ. | χαντακώνουν(ε) | χαντάκωναν χαντακώναν(ε) |
θα χαντακώνουν(ε) | να χαντακώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χαντάκωσα | θα χαντακώσω | να χαντακώσω | χαντακώσει | ||
β' ενικ. | χαντάκωσες | θα χαντακώσεις | να χαντακώσεις | χαντάκωσε | ||
γ' ενικ. | χαντάκωσε | θα χαντακώσει | να χαντακώσει | |||
α' πληθ. | χαντακώσαμε | θα χαντακώσουμε | να χαντακώσουμε | |||
β' πληθ. | χαντακώσατε | θα χαντακώσετε | να χαντακώσετε | χαντακώστε | ||
γ' πληθ. | χαντάκωσαν χαντακώσαν(ε) |
θα χαντακώσουν(ε) | να χαντακώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω χαντακώσει | είχα χαντακώσει | θα έχω χαντακώσει | να έχω χαντακώσει | ||
β' ενικ. | έχεις χαντακώσει | είχες χαντακώσει | θα έχεις χαντακώσει | να έχεις χαντακώσει | ||
γ' ενικ. | έχει χαντακώσει | είχε χαντακώσει | θα έχει χαντακώσει | να έχει χαντακώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε χαντακώσει | είχαμε χαντακώσει | θα έχουμε χαντακώσει | να έχουμε χαντακώσει | ||
β' πληθ. | έχετε χαντακώσει | είχατε χαντακώσει | θα έχετε χαντακώσει | να έχετε χαντακώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν χαντακώσει | είχαν χαντακώσει | θα έχουν χαντακώσει | να έχουν χαντακώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία χαντακώνω
|