Ετυμολογία

επεξεργασία
χαντακώνω < χαντάκι + -ώνω

χαντακώνω, πρτ.: χαντάκωνα, στ.μέλλ.: θα χαντακώσω, αόρ.: χαντάκωσα, παθ.φωνή: χαντακώνομαι, μτχ.π.π.: χαντακωμένος

  1. προκαλώ την αποτυχία κάποιου με τις κακόβουλες ή απλώς άστοχες ενέργειες ή υποδείξεις μου
    ⮡ Ο προπονητής με τη λανθασμένη τακτική του χαντάκωσε την ομάδα
  2. εκφέρω μια πολύ αρνητική κρίση ή αξιολόγηση για κάποιον
    ⮡ Η έκθεση του παρατηρητή για τα βίαια επεισόδια στον αγώνα χαντάκωσε την ομάδα

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία