Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

υποδείξεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υποδεικνύω
  2. θα υποδείξεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υποδεικνύω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

υποδείξεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του υπόδειξη