Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
ditch ditches

ditch (en)

  • το χαντάκι, η τάφρος, το αυλάκι, το όρυγμα, ένα μακρύ κανάλι σκαμμένο στην άκρη ενός χωραφιού ή δρόμου, για να συγκρατήσει ή να πάρει νερό
    ⮡  The ditch was uncovered.
    Το χαντάκι ήταν ακάλυπτο.
    ⮡  They opened up ditches to irrigate the fields.
    Άνοιξαν χαντάκια για να ποτίζουν τα χωράφια.

Συνώνυμα

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία
ενεστώτας ditch
γ΄ ενικό ενεστώτα ditches
αόριστος ditched
παθητική μετοχή ditched
ενεργητική μετοχή ditching

ditch (en)

  1. (μεταβατικό) πετάω κάτι ως άχρηστο
    ⮡  Ditch all these papers!
    Πέτα όλα αυτά τα χαρτιά!
    ⮡  They ditched all the old furniture and bought new ones.
    Πέταξαν όλα τα παλιά έπιπλα και αγόρασαν καινούρια.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη junk
  2. σκάβω, φτιάχνω αυλάκι
  3. προσθαλασσώνω αναγκαστικά* (όχι υπό φυσιολογικές συνθήκες)
  4. παρατάω, εγκαταλείπω
  5. (μεταβατικό και αμετάβατο) το σκάω από κάτι
    ⮡  I am ditching school.
    Το σκάω από το σχολείο.
    → δείτε την έκφραση play truant