ditch
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
ditch | ditches |
ditch (en)
- το χαντάκι, η τάφρος, το αυλάκι, το όρυγμα, ένα μακρύ κανάλι σκαμμένο στην άκρη ενός χωραφιού ή δρόμου, για να συγκρατήσει ή να πάρει νερό
- ⮡ The ditch was uncovered.
- Το χαντάκι ήταν ακάλυπτο.
- ⮡ They opened up ditches to irrigate the fields.
- Άνοιξαν χαντάκια για να ποτίζουν τα χωράφια.
- ⮡ The ditch was uncovered.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία- irrigation ditch: αρδευτικό αυλάκι
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | ditch |
γ΄ ενικό ενεστώτα | ditches |
αόριστος | ditched |
παθητική μετοχή | ditched |
ενεργητική μετοχή | ditching |
ditch (en)
- (μεταβατικό) πετάω κάτι ως άχρηστο
- σκάβω, φτιάχνω αυλάκι
- προσθαλασσώνω αναγκαστικά* (όχι υπό φυσιολογικές συνθήκες)
- παρατάω, εγκαταλείπω
- (μεταβατικό και αμετάβατο) το σκάω από κάτι
- ⮡ I am ditching school.
- Το σκάω από το σχολείο.
- → δείτε την έκφραση play truant
- ⮡ I am ditching school.