Δείτε επίσης: Χάνδαξ

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

χάνδαξ και τοπωνύμιο Χάνδαξ < (άμεσο δάνειο) αραβική خَنْدَق (khandaq, οχυρωματική τάφρος) < ιρανικής προέλευσης

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

χάνδαξ αρσενικό

Άλλες μορφέςΕπεξεργασία

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  ΠηγέςΕπεξεργασία