χάνδαξ
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- χάνδαξ και τοπωνύμιο Χάνδαξ < (άμεσο δάνειο) αραβική خَنْدَق (khandaq, οχυρωματική τάφρος) < ιρανικής προέλευσης
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
χάνδαξ αρσενικό
- το χαντάκι, η τάφρος (και στην καθαρεύουσα)
- → δείτε παράθεμα στο χάνταξ
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- χανδάκιον, χαντάκιον > νέα ελληνικά χαντάκι
- Χάνδαξ (τοπωνύμιο ο Χάνδακας)
- Χαντακηνός
ΠηγέςΕπεξεργασία
- χάνδαξ - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)