خندق
Αραβικά (ar)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- خندق < δάνειο ιρανικής προέλευσης . Όπως μέση περσική *handag (> περσική هندک (handak), ενώ ο περσικός τύπος خندق (khandaq), από τα αραβικά).[1]
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
خندق (خَنْدَق) (ar) (khandaq)
- τάφρος, οχυρωματική τάφρος
Απόγονοι
επεξεργασίαخندق (khandaq) (αραβικά)
- ↷ μεσαιωνικά ελληνικά: Χάνδαξ > χανδάκιον > χαντάκιον > νέα ελληνική χαντάκι[3]
- ⇒ νέα ελληνικά: Χάνδακας
- ↷ βενετικά: Candica / Cantiga [4]
- ⇒ ιταλικά: Candia
- ↷ νέα ελληνικά: Κάντια
- ↷ οθωμανικά τουρκικά: خندق (hendek)
- ↷ παλαιά αρμενικά: խանդակ (khandak)
- ↷ περσικά: خندق
Ρήμα
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ خندق (Persian) στο αγγλικό Βικιλεξικό
- ↑
Emirate of Crete - Conquest of Crete στην αγγλική Βικιπαίδεια
(Το Εμιράτο της Κρήτης (κατάκτηση της Κρήτης)
- ↑ «χαντάκι» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ CANDIA, Enciclopedia Italiana (1930) @treccani.it
Περσικά (fa)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- خندق < (άμεσο δάνειο) αραβική خَنْدَق (khandaq), μέση περσική pal (> ο τύπος περσική هندک (handak)[1]
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: → δείτε στην αραβική λέξη خندق
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ خندق (Persian) στο αγγλικό Βικιλεξικό