Ετυμολογία

επεξεργασία
Candia < βενετική Candica / Candiga με προσαρμογή στα ιταλικά < μεσαιωνική ελληνική Χάνδαξ / Χάνδακας με παρετυμολγική σύνδεση προς το candida, θηλυκό του candido (λευκός, όμορφος) [1] , αραβική خَنْدَق (khandaq, τάφρος) < ιρανικής προέλευσης

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Candia (it) θηλυκό

  1. πόλη της Κρήτης: η Κάντια, το Ηράκλειο στη βενετική (και ιταλική) ονομασία του
  2. επώνυμο (ανδρικό ή γυναικείο)

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. CANDIA, Enciclopedia Italiana (1930) @treccani.it
  • Pagine Bianche, ανακτήθηκε στις 22/8/2023 [1]



  Ετυμολογία

επεξεργασία
Candia < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Candia αρσενικό ή θηλυκό

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [2]