Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
χᾰρᾰκ-
ονομαστική χάραξ οἱ χάρακες
      γενική τοῦ χάρακος τῶν χαράκων
      δοτική τῷ χάρακ τοῖς χάραξ(ν)
    αιτιατική τὸν χάρακ τοὺς χάρακᾰς
     κλητική ! χάραξ χάρακες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χάρακε
γεν-δοτ τοῖν  χαράκοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χάραξ < → δείτε τη λέξη χαράσσω για το θέμα χᾰρᾰκ-

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χάραξ

  1. μυτερός πάσσαλος
  2. ράβδος με διχάλα για να στερεώνονται τα αμπέλια
  3. φράγμα
  4. στρατόπεδο περιφραγμένο με πασσάλους

Συγγενικά επεξεργασία

 ετυμολογικό πεδίο 
χαρακ-, χαραγ-, χαραξ- 

με θέμα χαρακ-

με θέμα χαρακ- + σ > χαραξ-

με θέμα χαρακ- > χαραγ-

με θέμα χαραδ-

με θέμα χαρασσ-

  Πηγές επεξεργασία