ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διαχάραξῐς αἱ διαχαράξεις
      γενική τῆς διαχαράξεως τῶν διαχαράξεων
      δοτική τῇ διαχαράξει ταῖς διαχαράξεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν διαχάραξῐν τὰς διαχαράξεις
     κλητική ! διαχάραξῐ διαχαράξεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διαχαράξει
γεν-δοτ τοῖν  διαχαραξέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διαχάραξις < διαχαράσσω, δια- αρχαία ελληνική χαράσσω, θέμα χαρακ- + -σις > -ξις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

διαχάραξις, -εως θηλυκό