Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαράκωσις < χαράσσω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαράκωσις θηλυκό

  1. η οχύρωση
  2. η δημιουργία χαρακώματος