παραχάραγμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παραχάραγμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παραχάραγμα < αρχαία ελληνική παραχαράσσω. Μορφολογικά αναλύεται σε παρα- + χάραγμα.
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pa.ɾaˈxa.ɾaɣ.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρα‐χά‐ραγ‐μα
- παλιότερος συλλαβισμός : πα‐ρα‐χά‐ρα‐γμα
Ουσιαστικό επεξεργασία
παραχάραγμα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα του παραχαράσσω
- άλλες μορφές: παραχάραξη
Μεταφράσεις επεξεργασία
παραχάραγμα
→ δείτε τη λέξη παραχάραξη |
Πηγές επεξεργασία
- παραχάραγμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- παραχάραγμα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | παραχάραγμᾰ | τὰ | παραχαράγμᾰτᾰ | ||||
γενική | τοῦ | παραχαράγμᾰτος | τῶν | παραχαραγμᾰ́των | ||||
δοτική | τῷ | παραχαράγμᾰτῐ | τοῖς | παραχαράγμᾰσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸ | παραχάραγμᾰ | τὰ | παραχαράγμᾰτᾰ | ||||
κλητική ὦ! | παραχάραγμᾰ | παραχαράγμᾰτᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παραχαράγμᾰτε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | παραχαραγμᾰ́τοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Πηγές επεξεργασία
- παραχάραγμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.