Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐπιχώννυμι < ἐπi- + χώννυμι < χόω

  Ρήμα επεξεργασία

ἐπιχώννυμι

  1. συσσωρεύω χώματα
  2. σκεπάζω με χώμα
  3. γεμίζω, πληρώ

Κλίση επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία