χωματουργία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
χωματουργία θηλυκό
- (επίσημο) κλάδος τεχνικών έργων που ασχολείται με την εκτέλεση χωματουργικών εργασιών
Συγγενικά επεξεργασία
- χωματουργός
- χωματουργικός
- → δείτε και τις λέξεις χώμα και έργο
Μεταφράσεις επεξεργασία
χωματουργία
|