Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χωματουργικός η χωματουργική το χωματουργικό
      γενική του χωματουργικού της χωματουργικής του χωματουργικού
    αιτιατική τον χωματουργικό τη χωματουργική το χωματουργικό
     κλητική χωματουργικέ χωματουργική χωματουργικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χωματουργικοί οι χωματουργικές τα χωματουργικά
      γενική των χωματουργικών των χωματουργικών των χωματουργικών
    αιτιατική τους χωματουργικούς τις χωματουργικές τα χωματουργικά
     κλητική χωματουργικοί χωματουργικές χωματουργικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

χωματουργικός < χωματουργία + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

χωματουργικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία