Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
χωματουργικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
χωματουργικ
ός
η
χωματουργικ
ή
το
χωματουργικ
ό
γενική
του
χωματουργικ
ού
της
χωματουργικ
ής
του
χωματουργικ
ού
αιτιατική
τον
χωματουργικ
ό
τη
χωματουργικ
ή
το
χωματουργικ
ό
κλητική
χωματουργικ
έ
χωματουργικ
ή
χωματουργικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
χωματουργικ
οί
οι
χωματουργικ
ές
τα
χωματουργικ
ά
γενική
των
χωματουργικ
ών
των
χωματουργικ
ών
των
χωματουργικ
ών
αιτιατική
τους
χωματουργικ
ούς
τις
χωματουργικ
ές
τα
χωματουργικ
ά
κλητική
χωματουργικ
οί
χωματουργικ
ές
χωματουργικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
χωματουργικός
<
χωματουργία
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
χωματουργικός
που αναφέρεται σε τεχνικά
έργα
που έχουν σχέση με το
χώμα
(
εκσκαφές
,
μεταφορές
κ.λπ)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
χωματουργικός