χωματουργός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαχωματουργός αρσενικό
- (επάγγελμα, λόγιο, επίσημο) εργαζόμενος σε χωματουργικά έργα
Συγγενικά
επεξεργασία- χωματουργία
- χωματουργικός
- → δείτε και τις λέξεις χώμα και έργο
Μεταφράσεις
επεξεργασία χωματουργός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ χωματουργός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας