↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χωματουργός οι χωματουργοί
      γενική του χωματουργού των χωματουργών
    αιτιατική τον χωματουργό τους χωματουργούς
     κλητική χωματουργέ χωματουργοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χωματουργός < χωματ- + -ουργός[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χωματουργός αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία